Κυριακή 26 Ιουλίου 2009

Αντι-λήθη

Ξύπνησα μέσα στ'άγρια χαράματα. Κάποιος κοιμόταν δίπλα μου.
Φαινόταν ήρεμος. Δεν θυμόμουν να γύρισα με κάποιον σπίτι. Ίσα-ίσα, θυμόμουν ότι γύρισα νωρίς, ετοίμασα τα πράγματα μου για την επόμενη μέρα, διάβασα το βιβλίο μου, έκλεισα το φως και έκανα τις τελευταίες μου σκέψεις πριν αποκοιμηθώ.
Κουνήθηκα. Τίποτα. Δεν φάνηκε να ταράζεται.
Είχα δώσει τα κλειδιά του σπιτιού μου σε κανέναν; (κάνω κάτι τέτοια που και που) Όχι, τα είχα δώσει μόνο στην Κ. Σηκώθηκα και πήγα στην εξώπορτα. Ήταν κλειδωμένη από μέσα και τα κλειδιά επάνω. Δεν υπήρχε καμμία ένδειξη διάρρηξης.
Θα πρέπει να του είχα ανοίξει στον ύπνο μου. Μάλλον απίθανο όμως, γιατί δεν μου έχει συμβεί ποτέ. Κοιμάμαι πάντα ελαφριά και φημίζομαι για τη διαύγειά μου όταν ξυπνάω.
Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Μάλλον ήταν εκεί πάντα. Μάλλον υπήρχε σ'αυτό το κρεββάτι πριν ακόμα το αγοράσω. Μάλλον το είχα συνηθίσει τόσο που δεν το έβλεπα πια.
Άρχισα να τον παρατηρώ. Κάτι μου θύμιζε από παλιά. Η αλήθεια είναι ότι ένιωθα άνετα δίπλα του.
Ναι, τον ήξερα. Πρέπει να το παραδεχτώ. Ήταν πάντα εκεί. Δεν τον θυμόμουν πουθενά αλλού βέβαια και αν με ρωτήσεις να σου πω το χρώμα των ματιών του, δεν το ξέρω.
Αλλά, ήταν πάντα εκεί.
Σηκώθηκα, πήγα για κατούρημα, ήπια λίγο νερό και γύρισα στο κρεββάτι.
Τον φίλησα στο μέτωπο, του γύρισα την πλάτη, με αγκάλιασε και αποκοιμήθηκα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου